- ἐπιβλέπων
- ἐπιβλέπωlook uponpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εποπτήρ — ἐποπτήρ, ὁ (Α) αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ. β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)] … Dictionary of Greek
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
Μπερντ, Τζον Λότζι — (John Logie Baird, Έλενσμπεργκ 1888 – 1946). Σκοτσέζος εφευρέτης της μηχανικής τηλεόρασης. Πραγματοποίησε σπουδές μηχανικού στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει το τελευταίο έτος, εξαιτίας της κήρυξης του α΄ παγκόσμιου… … Dictionary of Greek
ГЛАВОПРЕКЛОННАЯ МОЛИТВА — [греч. εὐχὴ τῆς κεφαλοκλισίας], молитва, во время чтения к рой священником народ совершает главопреклонение. В богослужении древней Церкви склонение головы как знак принятия заключительного благословения предстоятеля перед отпустом было очень… … Православная энциклопедия